Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Η ενάρετη επιφοίτηση των ελίτ ή για την ελαφρότητα της νέας ηθικοφροσύνης.

Του Νικόλα Σεβαστάκη
Μέρες μετά τις «οχλοκρατικές» ταραχές στη Βρετανία, ο Ντέιβιντ Κάμερον μίλησε όπως θα μιλούσε ένας αυθεντικός Τόρυ, ένας Βρετανός συντηρητικός πολιτικός. Τα όσα είπε έχουν ειπωθεί αναρίθμητες φορές από τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Το λεξιλόγιο το οποίο χρησιμοποίησε είναι επίσης οικείο και στους Έλληνες αναγνώστες πολλών από τις επιφυλλίδες και αναλύσεις που γράφτηκαν με αφορμή τον δικό μας Δεκέμβρη του 2008.
Η μεγάλη κρίση αξιών – η οποία υποτίθεται ότι τροφοδότησε τις «εγκληματικές συμμορίες» των πλιατσικολόγων- συνδέεται με μια κοινωνική κουλτούρα της ελαστικότητας απέναντι στην ανομία, με την έλλειψη πειθαρχίας και τις εύκολες ανταμοιβές. Πολλές ανταμοιβές και λίγες ποινές, υπερβολικό κανάκεμα και πλημμελείς κυρώσεις.
Η λαϊκότροπη μετάφραση της άποψης αυτής είναι η εκτίμηση περί μπαχαλοποίησης ή περί της χαλάρωσης του κράτους και των μηχανισμών που θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στους «αληταράδες», στα μικρά καθάρματα, όπως είχε αποκαλέσει ο Νικολά Σαρκοζύ τους ταραξίες των γαλλικών προαστίων.
Δεν είναι βέβαια παράδοξη αυτή η προσέγγιση στα πράγματα από μια ορισμένη δεξιά και τους θεσμικούς εκπροσώπους της. Η μετατόπιση των παθολογιών από τους θεσμούς και τις κοινωνικές πρακτικές στα ήθη ή στις ατομικές συμπεριφορές είναι, όπως είπαμε, μια πολύ παλιά ιστορία. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την μετάθεση της αιτίας των κοινωνικών ρηγμάτων στο επίπεδο μιας νεφελώδους διαταραχής του πολιτισμού που εμφανίζεται μετέωρη και μυστηριώδης. «Χάσαμε την κοσμιότητα», οι «νέοι που τα θέλουν όλα και γρήγορα», η επικράτηση του «υλισμού», όλα αυτά τα θέματα μπορεί να επανέρχονται στην επικαιρότητα κατά τακτά διαστήματα.
Το αξιοθαύμαστο δεν είναι η περιοδική επιστροφή της ηθικοφροσύνης στον δημόσιο λόγο και στις προσφιλείς εξηγήσεις των κρότων της επικαιρότητας. Αξιοθαύμαστο είναι ότι αυτή η ηθικοφροσύνη διαδίδεται και γιγαντώνεται εν μέσω του πολιτισμού των διαφόρων Μέρντοχ, εν μέσω της κουλτούρας των οίκων αξιολόγησης και των πιο κυνικών κερδοσκοπικών παιχνιδιών ανά την υφήλιο. Ο λόγος περί ηθικής κρίσης εκπορεύεται κυρίως από φωνές οι οποίες συμμετέχουν ευθέως στην εγκαθίδρυση ενός σύγχρονου οικονομικού δεσποτισμού ο οποίος δεν έχει προηγούμενο στο παρελθόν των φιλελεύθερων ή «κοινωνικών» καπιταλισμών.
Και αυτό δεν είναι το μοναδικό θαύμα. Υπάρχει και το αξιοπερίεργο που αφορά την αβάσταχτη ελαφρότητα κάποιων που δεν είναι δεξιοί αλλά μιλούν από τη σκοπιά της προόδου και της σύγχρονης κεντροαριστεράς. Δεν υπάρχει ίσως πιο τρανή απόδειξη για την απόλυτη παρακμή αυτού του χώρου από τις αφοριστικές δηλώσεις ενός Άντονι Γκίντενς περί εξέγερσης του shopping ή από επιχειρήματα του τύπου: «αν έκλεβαν ψωμί μπορεί να τους συμπαθούσαμε, αλλά αυτοί ήθελαν τηλεοράσεις plasma και αθλητικά παπούτσια». Mε άλλα λόγια: η νοσταλγία για τους γαβριάδες και τον Γιάννη Αγιάννη ως τελευταία λέξη της φωτισμένης κοινωνικής ανάλυσης.
Σε αυτή την περίπτωση, η φωνή των “προοδευτικών” δανείζεται εξολοκλήρου το πνεύμα της πιο συντηρητικής ηθικοφροσύνης. Η ανάλυση φοράει ξαφνικά το φωτοστέφανο μιας νέας νόστιμης εγκράτειας που σκανδαλίζεται από τον χυδαίο υλισμό των ταραχοποιών. Θεωρητικοί όπως ο Γκίντενς έχουν επιπλέον τεράστια προσωπική πολιτική ευθύνη για την «αριστερή» προώθηση των νεοφιλελεύθερων ιδεών και αξιών. Τώρα όμως, επειδή έχει έλθει η ώρα κάποιων αναγκαίων αναθεωρήσεων και αναπροσαρμογών, προβάλλουν το προσωπείο του επικριτή του «άγριου» καταναλωτισμού των νέων.
Στην ουσία το μοναδικό στοιχείο διαφοροποίησης μεταξύ του Κάμερον και τέτοιου τύπου προοδευτικών βρίσκεται στο περίφημο μίγμα πολιτικής: περισσότερη αστυνόμευση λέει ο πρώτος, δεν αρκεί αυτό από μόνο του συμπληρώνουν οι δεύτεροι: χρειάζονται και ‘ευκαιρίες’, ‘εκπαίδευση’ , ‘ανάπτυξη’.
Ποινικός κολασμός και δακρύβρεχτος παιδαγωγισμός, αστυνομική πυγμή και κενή θεραπευτική ρητορεία πορεύονται μαζί και ανταγωνίζονται για το ποιος θα είναι περισσότερο αποτελεσματικός απέναντι στην απειλή του όχλου. Επειδή δεν διανοούνται καμιά πραγματική αναδιανομή, μπορούν να σκανδαλίζονται, με όλη τους την άνεση, όταν αυτή η αναδιανομή πραγματοποιείται άτακτα και χαοτικά από κομμάτια της κοινωνίας. Επειδή δεν πιστεύουν στην ηθική αντίσταση στις κανονικότητες της «δημοκρατίας των αγορών», συνηθίζουν να μειώνουν απλώς ηθικά τους εκάστοτε εξεγερμένους ως μια απολίτιστη υπο-τάξη ή ως λούμπεν μικροαστικό κατακάθι...
Το πρόβλημα φυσικά υπερβαίνει το παράδειγμα της Βρετανίας του 2011. Είναι ένας οιωνός για τη γενικότερη στάση των ελίτ απέναντι σε όλους τους κοινωνικούς σπασμούς, στις παραδοσιακές και στις «βρώμικες» μορφές αντίδρασης, στις διεκδικητικά προσανατολισμένες και στις δίχως αιτήματα κοινωνικές ταραχές. Η στάση άλλωστε είναι μία και απαράλλαχτη από χώρα σε χώρα: μετακύλιση της ηθικής ενοχής σε όλη την κοινωνία και ακόμα γενικότερα στον σύγχρονο πολιτισμό ή στους εγωιστικούς τρόπους της ζωής των μεν και των δε. Και έπειτα έρχεται η στιγμή του ιδιαίτερου στιγματισμού των αντιδρώντων ως των κατεξοχήν αντιδραστικών, των φορέων μιας ψυχοκοινωνικής παρέκκλισης η οποία χρειάζεται την κινητοποίηση των υγιών δυνάμεων.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, με ανανεωμένες ψυχολογίες του όχλου ή πρόχειρη κοινωνιολογία των “υποτάξεων”, με ανακύκλωση της βικτωριανής φιλοσοφίας περί κοινωνικής αλητείας ή με την λεπτή ειρωνεία περί shopping, ο αναλυτικός ορίζοντας των ελίτ φαίνεται να ξορκίζει τα κοινωνικά φαινόμενα: μπροστά στη σκληρότητα των καιρών η “έγκριτη γνώμη” στρέφεται σε δοκιμασμένα και μάλλον ατυχή υλικά του παρελθόντος. Περιμένοντας να εφαρμόσει ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις της ατίμωσης και της φτηνής διακωμώδησης σε κάθε νέα ευκαιρία…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου